καφενεδάκι

καφενεδάκι
το
(υποκορ. τού καφενές*) μικρό καφενείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καφενεδάκι — το υποκορ. του καφενές μικρό καφενείο: Θα είμαι στο καφενεδάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”